lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φασόλι στα πορτογαλικά

Λέξη:
φασόλι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
feijão, frijo, habitual
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά φασόλι, φασόλι στούντιος, φασόλι ροβίτσα, φασόλι πάτρα, φασόλι καλλιέργεια, φασόλι ιπποκράτους, φασόλι στα πορτογαλικά, feijão στα ελληνικά
φασόλι στα πορτογαλικά