lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φασόλι στα βουλγαρικά

Λέξη:
φασόλι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (2):
боб, фасул
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά φασόλι, φασόλι στούντιος, φασόλι ροβίτσα, φασόλι πάτρα, φασόλι καλλιέργεια, φασόλι ιπποκράτους, φασόλι στα βουλγαρικά, боб στα ελληνικά
φασόλι στα βουλγαρικά