lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φασόλι στα λιθουανική

Λέξη:
φασόλι (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική φασόλι, φασόλι στούντιος, φασόλι ροβίτσα, φασόλι πάτρα, φασόλι καλλιέργεια, φασόλι ιπποκράτους, φασόλι στα λιθουανική, pupa στα ελληνικά
φασόλι στα λιθουανική