lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όταν στα δανική

Λέξη:
όταν (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (11):
dags, dersom, då, hvis, idet, median, mens, når, nær, siden, som
Σχετικές λέξεις:
δανική όταν, όταν χαράζει, όταν το δείτε αυτό δεν θα ξαναπιείτε coca cola (βίντεο), όταν το δείτε αυτό δεν θα ξαναπιείτε coca cola, όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια, όταν σε κοιτώ, όταν στα δανική, dags στα ελληνικά
όταν στα δανική