lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όταν στα βουλγαρικά

Λέξη:
όταν (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά όταν, όταν χαράζει, όταν το δείτε αυτό δεν θα ξαναπιείτε coca cola (βίντεο), όταν το δείτε αυτό δεν θα ξαναπιείτε coca cola, όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια, όταν σε κοιτώ, όταν στα βουλγαρικά, кога στα ελληνικά
όταν στα βουλγαρικά