lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

όταν στα ουκρανικά

Λέξη:
όταν (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
забезпечений, коли, підлогу-коли, ром-коли, утіхи-коли, якщо, будь-коли
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά όταν, όταν χαράζει, όταν το δείτε αυτό δεν θα ξαναπιείτε coca cola (βίντεο), όταν το δείτε αυτό δεν θα ξαναπιείτε coca cola, όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια, όταν σε κοιτώ, όταν στα ουκρανικά, забезпечений στα ελληνικά
όταν στα ουκρανικά