lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: διηγούμαι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
narrate, recount, relate, tell
διηγούμαι
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
povídat, povědět, vykládat, vypravovat, vyprávět
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
auspacken, erzählen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
berette, fortælle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contar, hablar, narrar, recitar, referir, relacionar, relatar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
conter, jacter, narrer, raconter, relater, réciter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
narrare, raccontare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
berette, fortelle
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пересказывать, повествовать, рассказывать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förtälja
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tregoj
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
апавядаць, расказваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kertoa
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pričati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elmesélni, elmondani
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
contar, narrar, referir, relacionar, relatar
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
istorisi, povesti
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відноситись, декламувати, декламуйте, казати, наказати, наказувати, оповідати, передати, розказати, розказувати, розповідати, розповісти, розпізнавати, розпізнати, скажіть
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
opowiadać

Σχετικές λέξεις

διηγούμαι διηγείσαι, διηγούμαι κλιση, διηγούμαι παρατατικός, διηγούμαι συνωνυμα, διηγούμαι στα αγγλικα, διηγούμαι μετάφραση, διηγούμαι αγγλικα, ρήμα διηγούμαι