lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εκκρίνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
assign, discharge, educe, emit, escape, excrete, exude, isolate, mete, parcel, ration, seclude, secrete, shed, transpire
εκκρίνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
prýštit, vydávat, vylučovat, vyměšovat, vypařovat, vyzařovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausscheiden, ausströmen, austeilen, auszusondern, schwitzen
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desprender, emanar, exhalar, segregar, separar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
compartimenter, dégager, excréter, exhaler, sécréter, transpirer, émaner
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
emanare, stillare, traspirare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utskille
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выделить, выделять, испускать, источать
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
выбіраць, выдзяляць, вылучаць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
erittää, hikoilla, hiota
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
exalar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
акцентувати, акцентуйте, видихати, видохнути, виділити, виділяти, виділіться, винищити, винищувати, випускати, випустити, випустіть, відокремтеся, еволюціонувати, знищити, знищувати, ліквідувати, ліквідуйте, принести, принесіть, приносити, підкреслити, підкреслювати, розвиньтеся, розподіліть, усувати, усунути
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
wydzielać, wydzielić