lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επουλώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
heal
επουλώνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hojit, léčit, uzdravit, zacelit, zhojit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
heilen, kurieren
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
gro, kurere
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cicatrizar, cicatrizarse, curar, encarnar, sanar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cicatriser, guérir, soigner
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guarire, rimarginare, risanare, sanare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bota, gro, hela, kurere
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заживать, лечить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bota, hela
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
лячыць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
ravima
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
parantaa, parantua
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cicatrizar, cicatrizares, curar, encarnar, sanar, sarar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
годувальниця, гоїти, лікувати, медсестра, нянька, няньчити
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
goić

Σχετικές λέξεις

απλώνω συνώνυμο