lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεραρχία στα εσθονική

Λέξη:
μεραρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-εσθονική
Μεταφράσεις (9):
diviis, divisjon, ministeerium, osa, osakond, jagamine, levitamine, lahter, sektsioon
Σχετικές λέξεις:
εσθονική μεραρχία, μεραρχία τζούλια, μεραρχία ρόδου, μεραρχία πινερόλο, μεραρχία κρητών, μεραρχία καβάλας, μεραρχία στα εσθονική, diviis στα ελληνικά
μεραρχία στα εσθονική