lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεραρχία στα δανική

Λέξη:
μεραρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (18):
afdeling, akse, andel, brorpart, del, deling, departement, division, embede, filial, fordeling, kupé, ministerium, part, skifte, skille, timeplan, troppo
Σχετικές λέξεις:
δανική μεραρχία, μεραρχία τζούλια, μεραρχία ρόδου, μεραρχία πινερόλο, μεραρχία κρητών, μεραρχία καβάλας, μεραρχία στα δανική, afdeling στα ελληνικά
μεραρχία στα δανική