lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεραρχία στα βουλγαρικά

Λέξη:
μεραρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (5):
отдел, деление, отряд, подразделение, разпределение
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά μεραρχία, μεραρχία τζούλια, μεραρχία ρόδου, μεραρχία πινερόλο, μεραρχία κρητών, μεραρχία καβάλας, μεραρχία στα βουλγαρικά, отдел στα ελληνικά
μεραρχία στα βουλγαρικά