lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μεραρχία στα νορβηγικά

Λέξη:
μεραρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (24):
aksje, andel, avdeling, avdelning, brorpart, del, deling, delning, divisjon, filial, fordeling, fraksjon, gjeng, kupé, lott, mannskap, part, seksjon, skifte, skill, skille, timeplan, tropp, trupp
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά μεραρχία, μεραρχία τζούλια, μεραρχία ρόδου, μεραρχία πινερόλο, μεραρχία κρητών, μεραρχία καβάλας, μεραρχία στα νορβηγικά, aksje στα ελληνικά
μεραρχία στα νορβηγικά