lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: εύκολος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amicable, cushy, easy, effortless, facile, simple, tractable
εύκολος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
jednoduchý, lehký, nenucený, pohodlný, prostý, přirozený, přístupný, snadný, snášenlivý, volný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
glatt, gut, leicht, mühelos
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
enkel, enkelt, gren, let, lette, nem, simpel
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fácil
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aisé, coulant, facile, simple
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
agevole, facile, piano, semplice
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
enkel, grei, lett, makelig, nem
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
легкий, лёгкий
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
enkel, greig, lett, lätt
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lehtë
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kerge
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
helppo
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lak
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
könnyű
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
lengvas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fácil
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
lesnicios, uşor
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
lahek
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
легкий
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
łatwy

Σχετικές λέξεις

εύκολος κορμός, εύκολος μπακλαβάς, εύκολος μουσακάς, εύκολος χαλβάς σιμιγδαλένιος, εύκολος κορμός ψυγείου, εύκολος συνώνυμα, εύκολος πουρές πατάτας, εύκολος τρόπος εκμάθησης προπαίδειας, εύκολος κορμός με μπισκότα