lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: προσφέρω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bid, offer, ship
προσφέρω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
nabídnout, nabízet, obětovat, podat, podávat, poskytnout, poskytovat, předložit, skýtat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anbieten, angeboten, bieten
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
by, frembyd, frieri, tilbyde
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ofertar, ofrecer
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
offrir, présenter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
offrire, porgere, presentare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
anbud, by, fremby, frieri, tilby
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
предлагать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anbud, bjuda, bjudit, bjöd, erbjuda, frieri
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
прапаноўваць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
esittää, tarjota
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nuditi, ponuditi
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
oferecer, ofertar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
витримати, влаштовувати, влаштувати, вмістити, вміщати, вміщувати, володіння, володіти, встановити, держати, запропонувати, запропонуйте, ніжний, подавати, подати, поза, покладати, покласти, поміщений, постава, поставити, представити, представляти, притулити, притуляти, провести, проводити, пропозиція, пропонувати, проставити, підкорити, підкоритися, підкоряти, підкорятися, підкоріться, складати, скласти, ставити, тримати, триматися
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
oferować

Σχετικές λέξεις

προσφέρω συνώνυμα, προσφέρω αόριστος, προσφέρω εργασία, προσφέρω αντώνυμο, προσφέρω γιατί νοιάζομαι, προσφέρω ετυμολογία, προσφέρω δουλειά, προσφέρω λεξικό, προσφέρω στα αγγλικά, προσφέρω παρατατικός