lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ηλικία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
age, century, elder, eternity
ηλικία
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
doba, století, stáří, věk
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
alter, jahrhundert, zeitalter
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
alder, alderdom, alderstrin, sekel, tidsalder, århundrede
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
centuria, edad, era, siglo, tiempo, vejez
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adolescence, ancienneté, couchant, enfance, ménopause, siècle, sénilité, vieillesse, virilité, vétusté, âge
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
anni, età, secolo, senilità, vecchiaia, vecchiezza
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
alder, alderdom, elde, manndom, sekel, tidsalder, århundre
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
век, возраст, старость, столетие
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sekel, tidsålder, ålder, ålderdom, århundrade
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
moshë, shekull
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
век, възраст
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
сталецьце, старасць
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
iga, vanus
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aikakausi, ikä
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dob, stoljeće, vijek
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
kor, század, életkor, évszázad, öregkor, öregség
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
amžius, šimtmetis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
era, idade, sigilo, século
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
eră, vârstă
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
staroba
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вік, старовина, старість, століття, сторіччя
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
starość, wiek

Σχετικές λέξεις

ηλικία της γης, ηλικία ασλανιδου, ηλικία του σύμπαντος, ηλικία σκύλου, ηλικία μανωλίδου, ηλικία παολα, ηλικία νικολουλη, ηλικία γάτας, ηλικία εμμηνόπαυσης, ηλικία κοντομηνά