καύσιμος στα αγγλικά καύσιμος στα τσεχική καύσιμος στα γερμανικά καύσιμος στα γαλλικά καύσιμος στα ιταλικά καύσιμος στα νορβηγικά καύσιμος στα ρωσικά καύσιμος στα σουηδικά καύσιμος στα πορτογαλικά καύσιμος στα σλοβακική καύσιμος στα ουκρανικά καύσιμος στα πολωνική
ρείκι στα πορτογαλικά μπορώ στα πολωνική ορθογραφία στα ιταλικά βακτηρίδια στα πολωνική κράχτης στα αγγλικά
ρείκι φθινοπωρινό κράχτησ συνώνυμο μπορώ να μείνω έγκυος όταν έχω περίοδο ορθογραφία έλεγχος βακτήρια στο παχύ έντερο