lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καύσιμος στα ουκρανικά

Λέξη:
καύσιμος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (2):
горючий, пальний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά καύσιμος, καύσιμος στα ουκρανικά, горючий στα ελληνικά
καύσιμος στα ουκρανικά