lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ισχυρισμός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
affirmation, assertion, asseveration, averment, axis, claim, contention, enunciation, maintenance, objection, predication, proposition, theorem, word
ισχυρισμός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
potvrzení, poučka, prohlášení, teorém, teze, tvrzení, ujišťování, výpověď, výrok, věta
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angabe, aussage, behauptung, lehrsatz, satz
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
påstand, påstående
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afirmación, aserción, aserto, aseveración, teorema
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affirmation, allégation, assertion, thèse, théorème
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
affermazione, asserzione, teorema, tesi
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
påstand, påstående, setning
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
påstående
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
теорема
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vakuutus, väite
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potvrda, tvrđenje
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
igenlés, állítás
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
teorema
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
tvrdenie
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
twierdzenie

Σχετικές λέξεις

ισχυρισμός συνώνυμα, ισχυρισμός υγείας, ισχυρισμόσ english, ισχυρισμός αγγλικα, αυτοτελής ισχυρισμός, αλυσιτελής ισχυρισμός, αίολος ισχυρισμός, όψιμος ισχυρισμός, οψιγενής ισχυρισμός, διατροφικός ισχυρισμός