lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτελώ στα ιταλικά

Λέξη:
αποτελώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (17):
addurre, comporre, costituire, creare, figura, fissare, foggia, fondare, forma, formare, generare, instaurare, istituire, nominare, plasmare, produrre, veste
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά αποτελώ, αποτελώ στα αγγλικά, αποτελεί συνώνυμα, αποτελώ στα ιταλικά, addurre στα ελληνικά
αποτελώ στα ιταλικά