lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτελώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
αποτελώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
cerar, chamar, compor, constituir, criar, denominar, erigir, estabelecer, fabricar, formar, fundar, instituir, integrar, mencionar, nobre, nomear
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αποτελώ, αποτελώ στα αγγλικά, αποτελεί συνώνυμα, αποτελώ στα πορτογαλικά, cerar στα ελληνικά
αποτελώ στα πορτογαλικά