lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αποτελώ στα ρωσικά

Λέξη:
αποτελώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (13):
назначать, называть, образовать, образовывать, основывать, производить, создавать, создать, созидать, составлять, творить, устанавливать, учреждать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά αποτελώ, αποτελώ στα αγγλικά, αποτελεί συνώνυμα, αποτελώ στα ρωσικά, назначать στα ελληνικά
αποτελώ στα ρωσικά