lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ασπρίζω στα ιταλικά

Λέξη:
ασπρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (4):
candeggiare, imbiancare, sbiancare, bianco
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ασπρίζω, ασπρίζω στα ιταλικά, candeggiare στα ελληνικά
ασπρίζω στα ιταλικά