lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ασπρίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
ασπρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (3):
colar, encalar, branco
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ασπρίζω, ασπρίζω στα πορτογαλικά, colar στα ελληνικά
ασπρίζω στα πορτογαλικά