lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διατηρώ στα ιταλικά

Λέξη:
διατηρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (19):
agire, caldeggiare, comportarsi, conservare, custodire, mantenere, preservare, puntellare, rimanere, riserva, riservare, ritenere, salvare, serbare, sorreggere, sostenere, stare, tenere, trattenere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά διατηρώ, πως διατηρώ, διατηρώ το δικαίωμα, διατηρώ συνώνυμο, διατηρώ συνώνυμα, διατηρώ αντωνυμο, διατηρώ στα ιταλικά, agire στα ελληνικά
διατηρώ στα ιταλικά