lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διατηρώ στα πολωνική

Λέξη:
διατηρώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (7):
dochować, konserwować, przechowywać, utrzymać, utrzymywać, zachowywać, zakonserwować
Σχετικές λέξεις:
πολωνική διατηρώ, πως διατηρώ, διατηρώ το δικαίωμα, διατηρώ συνώνυμο, διατηρώ συνώνυμα, διατηρώ αντωνυμο, διατηρώ στα πολωνική, dochować στα ελληνικά
διατηρώ στα πολωνική