lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διεγείρω στα ιταλικά

Λέξη:
διεγείρω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (15):
agitare, aguzzare, animare, concitare, destare, eccitare, incentivare, ispirare, istigare, risvegliare, stimolare, stuzzicare, suscitare, svegliare, svegliarsi
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά διεγείρω, διεγείρω συνώνυμα, διεγείρω μετάφραση, διεγείρω λεξικο, διεγείρω ετυμολογια, διεγείρω βικιλεξικο, διεγείρω στα ιταλικά, agitare στα ελληνικά
διεγείρω στα ιταλικά