lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διεγείρω στα δανική

Λέξη:
διεγείρω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (10):
anspore, bearbejde, ege, hisse, oprøre, pirre, purre, stimulere, vågne, vække
Σχετικές λέξεις:
δανική διεγείρω, διεγείρω συνώνυμα, διεγείρω μετάφραση, διεγείρω λεξικο, διεγείρω ετυμολογια, διεγείρω βικιλεξικο, διεγείρω στα δανική, anspore στα ελληνικά
διεγείρω στα δανική