lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

διεγείρω στα πολωνική

Λέξη:
διεγείρω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (7):
budzić, obudzić, pobudzać, podniecać, podniecić, stymulować, wzbudzać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική διεγείρω, διεγείρω συνώνυμα, διεγείρω μετάφραση, διεγείρω λεξικο, διεγείρω ετυμολογια, διεγείρω βικιλεξικο, διεγείρω στα πολωνική, budzić στα ελληνικά
διεγείρω στα πολωνική