lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθοδηγώ στα ιταλικά

Λέξη:
καθοδηγώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (16):
amministrare, condurre, dirigere, dominare, gestire, governare, guidare, indirizzare, maneggiare, menare, puntare, reggere, rivolgere, sterzare, tirare, vetta
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά καθοδηγώ, καθοδηγώ συνώνυμο, καθοδηγώ συνώνυμα, καθοδηγώ ετυμολογία, καθοδηγώ english, καθοδηγώ στα ιταλικά, amministrare στα ελληνικά
καθοδηγώ στα ιταλικά