lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθοδηγώ στα δανική

Λέξη:
καθοδηγώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (16):
administrere, anføre, beherske, beordre, bestyre, betjene, dirigere, drive, forestå, føre, guide, lede, regere, stelle, styre, vejlede
Σχετικές λέξεις:
δανική καθοδηγώ, καθοδηγώ συνώνυμο, καθοδηγώ συνώνυμα, καθοδηγώ ετυμολογία, καθοδηγώ english, καθοδηγώ στα δανική, administrere στα ελληνικά
καθοδηγώ στα δανική