lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καθοδηγώ στα γερμανικά

Λέξη:
καθοδηγώ (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (16):
beherrschen, dirigieren, fahren, führen, geführt, gelenkt, handeln, herumführen, kontrollieren, leiten, lenken, richten, schicken, steuern, verwalten, überweisen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά καθοδηγώ, καθοδηγώ συνώνυμο, καθοδηγώ συνώνυμα, καθοδηγώ ετυμολογία, καθοδηγώ english, καθοδηγώ στα γερμανικά, beherrschen στα ελληνικά
καθοδηγώ στα γερμανικά