lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νικώ στα ιταλικά

Λέξη:
νικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (17):
bastonare, battere, bussare, colpire, cozzare, debellare, guadagnare, investire, passare, percuotere, pestare, picchiare, sconfiggere, sormontare, superare, urtare, vincere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά νικώ, νικώ κλιση, νικώ κατά κράτος, νικώ αρχικοί χρόνοι, νικώ αρχαία, νικώ στα ιταλικά, bastonare στα ελληνικά
νικώ στα ιταλικά