lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νικώ στα πολωνική

Λέξη:
νικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (7):
pobić, pokonać, pokonywać, uderzać, walić, wygrywać, zarabiać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική νικώ, νικώ κλιση, νικώ κατά κράτος, νικώ αρχικοί χρόνοι, νικώ αρχαία, νικώ στα πολωνική, pobić στα ελληνικά
νικώ στα πολωνική