lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νικώ στα ρωσικά

Λέξη:
νικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (18):
валить, выигрывать, зарабатывать, колотить, одолевать, одолеть, осиливать, осилить, пересилить, победить, побеждать, побороть, преодолевать, преодолеть, приударять, стукать, ударять, ушибать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά νικώ, νικώ κλιση, νικώ κατά κράτος, νικώ αρχικοί χρόνοι, νικώ αρχαία, νικώ στα ρωσικά, валить στα ελληνικά
νικώ στα ρωσικά