lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

νικώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
νικώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (17):
acertar, auferir, bater, chocar, debelar, derrotar, ganhar, golpear, latir, lucrar, malhar, maçar, obter, pegar, percutir, topar, vencer
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά νικώ, νικώ κλιση, νικώ κατά κράτος, νικώ αρχικοί χρόνοι, νικώ αρχαία, νικώ στα πορτογαλικά, acertar στα ελληνικά
νικώ στα πορτογαλικά