lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σύνταξη στα ιταλικά

Λέξη:
σύνταξη (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (4):
assegnamento, pensionare, pensione, reddito
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά σύνταξη, σύνταξη χηρείας οαεε, σύνταξη χηρείας, σύνταξη στα 50, σύνταξη ογα, σύνταξη οαεε, σύνταξη στα ιταλικά, assegnamento στα ελληνικά
σύνταξη στα ιταλικά