lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σύνταξη στα φινλανδικά

Λέξη:
σύνταξη (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (3):
eläke, täysihoitola, virkaero
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά σύνταξη, σύνταξη χηρείας οαεε, σύνταξη χηρείας, σύνταξη στα 50, σύνταξη ογα, σύνταξη οαεε, σύνταξη στα φινλανδικά, eläke στα ελληνικά
σύνταξη στα φινλανδικά