lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σύνταξη στα ουγγρική

Λέξη:
σύνταξη (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
nyugdíj, életjáradék, járadék
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική σύνταξη, σύνταξη χηρείας οαεε, σύνταξη χηρείας, σύνταξη στα 50, σύνταξη ογα, σύνταξη οαεε, σύνταξη στα ουγγρική, nyugdíj στα ελληνικά
σύνταξη στα ουγγρική