lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σύνταξη στα ουκρανικά

Λέξη:
σύνταξη (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
пенсія, винаймати, наймати, найняти, оренда, орендувати, плата, рента
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά σύνταξη, σύνταξη χηρείας οαεε, σύνταξη χηρείας, σύνταξη στα 50, σύνταξη ογα, σύνταξη οαεε, σύνταξη στα ουκρανικά, пенсія στα ελληνικά
σύνταξη στα ουκρανικά