lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υποδουλώνω στα ιταλικά

Λέξη:
υποδουλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (6):
assoggettare, soggiogare, sottomettere, addomesticare, domare, plagiare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά υποδουλώνω, υποδουλώνω συνωνυμο, υποδουλώνω αντώνυμο, υποδουλώνω στα ιταλικά, assoggettare στα ελληνικά
υποδουλώνω στα ιταλικά