lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υποδουλώνω στα ουκρανικά

Λέξη:
υποδουλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (7):
захопіть, поневолити, поневольте, поневолювати, скуйте, уярмити, уярмлювати
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά υποδουλώνω, υποδουλώνω συνωνυμο, υποδουλώνω αντώνυμο, υποδουλώνω στα ουκρανικά, захопіть στα ελληνικά
υποδουλώνω στα ουκρανικά