lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

υποδουλώνω στα ρωσικά

Λέξη:
υποδουλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (4):
порабощать, поработить, изнасиловать, растлить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά υποδουλώνω, υποδουλώνω συνωνυμο, υποδουλώνω αντώνυμο, υποδουλώνω στα ρωσικά, порабощать στα ελληνικά
υποδουλώνω στα ρωσικά