lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καθρέφτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
looking-glass, mirror, mirrored, mirroring, speculum
καθρέφτης
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
zrcadlo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sphinx, spiegel
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
spejl, spil
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cristal, espejo, luna
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
glace, miroir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
specchio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
speil
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зеркало, зеркальный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spegel, spel
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
огледало
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
люстра, лёд
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
peegel, peegeldama
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuvastin, peili
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ogledalo, zrcalo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
tükör
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
veidrodis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cristal, despejo, espelho
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
oglindă
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
ogledalo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
zrkadlo
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дзеркало, люстро
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
lustro, lustrzany, zwierciadło

Σχετικές λέξεις

καθρέφτης ονειροκρίτης, καθρέφτης ιωαννίδης στίχοι, καθρέπτης μπάνιου, καθρέφτης ικεα, καθρέφτης αυτοκινήτου, καθρέφτης αλμωπίας, καθρέφτης δεληβοριάς, καθρέφτης χαλκίδα, καθρέπτης δαπέδου, καθρέφτης δεληβοριάς στίχοι