lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: καυτηριάζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cauterize
καυτηριάζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
leptat, vypálit, vypalovat
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cauterizar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cautériser
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cauterizzare
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cauterizar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przyżegać

Σχετικές λέξεις

καυτηριάζω συνώνυμα, καυτηριάζω λεξικο, καυτηριάζω συνωνυμο