lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κρανίο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cranium, skull
κρανίο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
lebka
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gehirnschale, schädel, totenkopf
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
hovedskal, kranium, skalle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
calavera, casco, cráneo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
crâne
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cranio, teschio
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hodeskalle, kranium, skalle
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
череп
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kranium, skalle
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kafkë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
череп
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
чэрап
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kolp
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kallo, pääkallo
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
koponya
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
kaukolė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casco, caveira, crânio, testa
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
lebka
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
череп
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
czaszka

Σχετικές λέξεις

κρανίο ανατομία, κρανίο πετραλώνων, κρανίο και οστά, κρανίο βρέφους, κρανίο των μάγια, κρανίο σκύλου, κρανίο μετάφραση, κρανίο ετυμολογία, κρανίο γεωργία, κρανίο slang