lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: λίκνο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bassinet, birthplace, cradle, home
λίκνο
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
kolébka, rodiště
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anfang, krippe, wiege
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
vugge
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuna, madre
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
barcelonnette, berceau, bercelonnette, berceuse
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
culla
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vugge
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
колыбель, люлька
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
djep
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
калыска
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
häll
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kehto, kätkyt
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bölcső
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
lopšys
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
berro, berço, madre
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
leagăn
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
колиска
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kolebka, kołyska

Σχετικές λέξεις

λίκνο μωρού, λίκνο chicco, λίκνο τιμές, λίκνο τρίκαλα κορινθίας, λικνο ή καλαθουνα, λίκνο stokke, λίκνο μωρού mothercare, λίκνο mothercare, λίκνο μωρού skroutz, λίκνο ορισμός