lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: βαδίζω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
march
βαδίζω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
jít, kráčet, pochodovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
marschieren, ziehen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
gå, marchere
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
andar, marchar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
crapaüter, marcher
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
camminare, marciare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
marsjere, tåga
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
маршировать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tåga
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
eci
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
хадзiць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
astella
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hodati
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
vonulni
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
andar, marchar
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
maszerować

Σχετικές λέξεις

βαδίζω και παραμιλώ, βαδίζω με παράπονο, βαδίζω στην πάτρα, βαδίζω στην πάτρα 2014, βαδίζω συνώνυμα, βαδίζω με μάτια κλειστά, βαδίζω με παράπονο στίχοι, βαδίζω συνώνυμο, βαδίζω αγγλικά