lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατορθώνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
κατορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (12):
адбыцца, дажываць, дасягаць, даходзіць, здзяйсняць, напаўняць, прыстань, прыходзiць, рабіць, рэалізавацца, рэалізоўвацца, рэалізоўваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας κατορθώνω, κατορθώνω συνώνυμα, κατευθύνω συνώνυμο, κατευθύνω ετυμολογία, κατορθώνω στα λευκορωσίας, адбыцца στα ελληνικά
κατορθώνω στα λευκορωσίας