lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατορθώνω στα αγγλικά

Λέξη:
κατορθώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (14):
accomplish, achieve, acquire, amount, apply, arrival, attain, gain, get, got, produce, reach, realize, score
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά κατορθώνω, κατορθώνω συνώνυμα, κατευθύνω συνώνυμο, κατευθύνω ετυμολογία, κατορθώνω στα αγγλικά, accomplish στα ελληνικά
κατορθώνω στα αγγλικά